-
1 αντικαθιστημι
ион. ἀντικατίστημι1) ставить (располагать) против, противопоставлять(τινα πρός τινα Thuc. и τινά τινι Plat.)
προσκοπεῖν πῶς χρέ ἀντικαθιστάναι Xen. — обдумывать, какие занять (военные) позиции;φανεροῖς ἀγῶσιν ἀντικαθίστασθαι πρός τινα Plut. — завязать открытые сражения с кем-л.2) ставить вместо или назначать взамен (кого-л.)(ἄλλον ὅμηρον Polyb.; δήμαρχόν τινα Plut.; ἀντί τινος ἀντικαθίστασθαι Xen.)
3) давать взамен, возмещатьμέ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν Thuc. — вернуть (долг) в не меньшем размере;
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
υπερφθέγγομαι — ΜΑ 1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», Πλούτ.) 2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»] … Dictionary of Greek